τριμερίτης

τριμερίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ορθοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού μαγγανίου και τού βηρυλλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trimerite < τριμερής + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”